-
1 σύστομος
σύστομ-ος, ον,A with a narrow mouth, opp. μεγαλόστομος, Arist.PA 662a24 ([comp] Comp.); of a μέτοικος (called σκάφη) , -ώτερος σκάφης, prov. of one whose low birth makes him keep silence, Men.191, Thphr.Fr. 103;τὰ σ. τῶν τευχέων Archyt.1
; πίθος μέγας καὶ ς. Moer.p.392 P., cf. Hero Spir.1 Praef.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύστομος
См. также в других словарях:
τήνος — Νησί των Κυκλάδων, ΒΑ της Σύρου και ΝΑ της Άνδρου, το τέταρτο σε έκταση (194,26 τ. χλμ.) και πληθυσμό του νησιωτικού συμπλέγματος. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων με πρωτεύουσα την κωμόπολη Τήνο ή Χώρα, που είναι χτισμένη στη νότια … Dictionary of Greek